άπλαστος

άπλαστος
-η, -ο
επίρρ.
1. ασχημάτιστος, άμορφος: Το μωρό, άπλαστο ακόμη, δεν έμοιαζε ούτε στη μάνα ούτε στον πατέρα.
2. φυσικός, απροσποίητος, όχι πλαστός: Οι τρόποι της ήταν άπλαστοι.
3. αυτός που δε δημιουργήθηκε από άλλον, ο Θεός: Από τον θρόνο τ' Άπλαστου (Σολωμός).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄπλαστος — not capable of being moulded masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπλαστος — η, ο (AM ἄπλαστος, ον) 1. (για ζύμη) αυτός που δεν έχει ή δεν είναι εύκολο (ή δυνατόν) να πλαστεί 2. εκείνος που δεν έχει λάβει την οριστική του μορφή, ασχημάτιστος 3. απλός, αβίαστος, ειλικρινής μσν. νεοελλ. (για γνώμη) ακαταστάλαχτος, ανόητος… …   Dictionary of Greek

  • ἀπλαστότερον — ἄπλαστος not capable of being moulded adverbial comp ἄπλαστος not capable of being moulded masc acc comp sg ἄπλαστος not capable of being moulded neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλαστότατα — ἄπλαστος not capable of being moulded adverbial superl ἄπλαστος not capable of being moulded neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλάστως — ἄπλαστος not capable of being moulded adverbial ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπλαστον — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem acc sg ἄπλαστος not capable of being moulded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλάστοις — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλάστου — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλάστους — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλάστων — ἄπλαστος not capable of being moulded masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”